- προσσκέλλω
- Α1. ξηραίνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο2. μτφ. (κυρίως στον παρακμ.) προσέσκληκα(αμτβ.) παραμένω σταθερός σε κάποιον ή σε κάτι, εμμένω.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + σκέλλω «ξηραίνω, στεγνώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.